ΥΓΕΙΑ

Είναι υγιεινή η βίγκαν διατροφή; Ο καρδιολόγος Dr. Κωστής Τσαρπαλής απαντά.

Από  | 

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στις μέρες μας στρέφονται προς την φυτική διατροφή, με κίνητρα που μπορεί να είναι ηθικά αλλά συχνά και υγείας ή περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Από την άλλη, πολλοί άνθρωποι παραμένουν διστακτικοί – ή και αρνητικοί – στην υιοθέτηση αυτού του είδους διατροφής επειδή νομίζουν ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι με διατροφικές ελλείψεις και προβλήματα στην υγεία τους. Κανείς δεν πρέπει να τους κατηγορεί, όμως. Μεγάλο μέρος αυτής της διστακτικότητας οφείλεται, δυστυχώς, στην κακή ενημέρωση επαγγελματιών της υγείας οι οποίοι αποθαρρύνουν, αντί να προτρέπουν, τους ανθρώπους να υιοθετήσουν μια υγιεινή φυτική διατροφή.

Ζητήσαμε από τον Dr. Κωστή Τσαρπαλή, καταξιωμένο καρδιολόγο με ειδίκευση στην προληπτική Καρδιολογία και τις δυσλιπιδαιμίες, να απαντήσει σε συνηθισμένα ερωτήματα και επιφυλάξεις που αφορούν στη βίγκαν διατροφή.

 

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια συνεχώς αυξανόμενη υιοθέτηση της φυτικής διατροφής, κυρίως από νέους ανθρώπους αλλά και από μεγαλύτερες ηλικίες. Πολλοί γιατροί και άλλοι επαγγελματίες της υγείας είναι επιφυλακτικοί, ορισμένοι μάλιστα και ευθέως αντίθετοι με αυτό το είδος διατροφής. Ποια είναι η δική σας άποψη; Είναι εφικτό να είμαστε βίγκαν και υγιείς;

Προφανώς και είναι εφικτό να είναι κανείς φυτοφάγος και να είναι υγιής. Αστειευόμενος θα έλεγα ότι το ενδιαφέρον ερώτημα είναι κατά πόσον είναι εφικτό το αντίθετο. Βέβαια καλό είναι να διασαφηνίσουμε εδώ ότι μία βίγκαν διατροφή δεν είναι από μόνη της αρκετή. Κι αυτό γιατί ο όρος βίγκαν αναφέρεται στον αποκλεισμό των ζωικών προϊόντων και παραγώγων από την δίαιτά μας (και εν γένει από την συνολική μας κατανάλωση) με σημείο αναφοράς αυτό μίας ηθικής στάσης, προς τα ζώα κυρίως αλλά και συνολικά προς τον πλανήτη. Ορίζεται δηλαδή με βάση το τι αποκλείει. Αντίθετα, ο όρος υγιεινή φυτοφαγία ή whole food plant based diet που έχει επικρατήσει διεθνώς (όπως πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον T. Colin Campbell, τον συγγραφέα του βιβλίου China Study από το Cornell University) είναι πιο σαφής καθώς οριοθετεί και το τι αυτή η διατροφή πρέπει να περιλαμβάνει ώστε πράγματι να προάγει την υγεία: τροφές φυτικές και πλήρεις, δηλ. με μικρή επεξεργασία ή αλλιώς όσο πιο κοντά στην αρχική τους μορφή (food as grown). Το ερώτημα του τι αποτελεί μεγάλη ή μικρή επεξεργασία έχει ενδιαφέρον, αλλά για την συζήτησή μας εδώ είναι μάλλον ψιλά γράμματα. Κι αυτό γιατί η βάση μίας υγιεινής φυτοφαγίας όπως μπορεί να την συναντήσει κανείς σε διαφορετικές χώρες αποτελείται από τις ίδιες λίγες και γνώριμες κατηγορίες τροφών έστω κι αν οι συνταγές ή/και οι συνδυασμοί κατά τόπους μπορεί να διαφέρουν: χόρτα (και όλα τα λαχανικά), φρούτα, όσπρια, και πλήρη δημητριακά. Τόσο απλό.

Το γεγονός ότι μία τέτοια διατροφή μπορεί να είναι συμβατή με την καλή υγεία δεν είναι προσωπική μου άποψη αλλά αποτελεί κοινό τόπο όλων των επίσημων και έγκυρων οργανισμών που ασχολούνται με την δημόσια υγεία και την διατροφή. Τέτοιοι φορείς των οποίων τις διατροφικές οδηγίες θα μπορούσε κάποιος που ενδιαφέρεται να κοιτάξει πιο λεπτομερώς (υπάρχουν δωρεάν και ολόκληρες στις αντίστοιχες σελίδες τους στο διαδίκτυο) είναι, ενδεικτικά και μόνο, ο WHO, το USDA, η Academy of Nutrition and Dietetics, το Harvard School of Public Health. Αν μελετήσει κανείς τις οδηγίες αυτών των οργανισμών θα δει ως κοινό σημείο την γενικότερη ενθάρρυνση για αύξηση κατανάλωσης φυτικών τροφών (λαχανικά, φρούτα, όσπρια, πλήρη δημητριακά) και για αντίστοιχη μείωση ζωικών τροφών, χωρίς πουθενά να αναφέρονται σε ένα ελάχιστο όριο (threshold) κατανάλωσης, δηλ. σε μία υποχρεωτική για την καλή υγεία μη φυτοφαγική διατροφή. Μάλιστα, ένας τρόπος να το δει κανείς το θέμα όσο πιο απλά γίνεται είναι και ο εξής: η υγιεινή φυτοφαγία είναι ο μέγιστος κοινός διαιρέτης όλων των διαφορετικών διατροφικών προτύπων που προάγονται ως υγιεινά από όλους τους σχετικούς με το θέμα διεθνείς οργανισμούς. Ο κοινός τόπος δηλαδή.

 

Γιατί πιστεύετε ότι μεγάλη μερίδα συναδέλφων σας ιατρών ή άλλων επαγγελματιών της υγείας παραμένουν αρνητικοί προς την φυτική διατροφή, παρά το γεγονός ότι επίσημοι φορείς την αναγνωρίζουν ως κατάλληλη, υγιεινή και επαρκή;

Είναι γεγονός ότι οι ιατροί διεθνώς έχουμε ένα έλλειμμα στην εκπαίδευση στην διατροφή. Η διατροφή θεωρείται ελαφρύ (soft core) θέμα κατά την ιατρική εκπαίδευση και καμμία σχολή, διεθνώς, δεν αφιερώνει τις υποδομές που απαιτούνται για να εκπαιδεύσει τους φοιτητές. Φυσικά αυτό συνδέεται και με το γεγονός ότι η πρόοδος στην ιατρική εκπαίδευση και ανάπτυξη προϋποθέτει να υπάρχει και το αντίστοιχο κίνητρο στους σχετιζόμενους φορείς, συνήθως και οικονομικό (κι αυτό δεν το αναφέρω με αρνητική χροιά). Η στροφή προς μία υγιεινή διατροφή έρχεται σε αντίθεση με την αχρείαστη ιατρικοποίηση που παρατηρείται σχεδόν σε κάθε μας καθημερινή δραστηριότητα και συνεπώς είναι πιο δύσκολο να βρει εκπροσώπους που να την υποστηρίξουν σθεναρά. Είναι κρίμα να βλέπεις παιδιάτρους, γενικούς ιατρούς, και παθολόγους, δηλ. ειδικότητες πρώτης επαφής (first contact) για όλες τις πληθυσμιακές ομάδες και που έχουν κατ’ εξοχήν να κάνουν με την πρόληψη, να μην μπορούν να καθοδηγήσουν διατροφικά τους ασθενείς – και δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στην φυτοφαγία αλλά στην γενική διατροφική ενημέρωση και καθοδήγηση, ακόμη και σχετικά με την «δική μας» μεσογειακή διατροφή. Αυτό εξηγεί την επιφυλακτικότητα των ιατρών καθώς έχουμε μάθει να είμαστε κατ’ αρχάς ασφαλείς (primum non nocere), και τι πιο «ασφαλές» από το να ακολουθήσει κανείς την πεπατημένη, ιδίως όταν δεν έχει γνώση για να αλλάξει πορεία.

Όσο για αυτούς που είναι ευθέως αντίθετοι όπως λέτε, θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η στάση τους εύκολα και ότι θα άξιζε να αφιερώσουν λίγο χρόνο να ενημερωθούν καλύτερα. Μέχρι τότε και το «δεν ξέρω» μια χαρά απάντηση είναι. Προσωπικά το λέω καθημερινά στην κλινική μου πράξη, συχνά πολλές φορές μάλιστα, ενίοτε στο ίδιο ραντεβού, και φυσικά αυτό ισχύει και για θέματα διατροφής. Δυστυχώς είναι γεγονός ότι αυτά που γνωρίζουμε είναι πολύ λιγότερα από αυτά που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, και βέβαια και από αυτά που ξέρουμε ότι δεν γνωρίζουμε. Μία τέτοια προσέγγιση νομίζω ότι βοηθά να παραμένει κανείς μετριοπαθής και ανεκτικός σε διαφορετικές επιλογές τρόπου ζωής και έτσι να μειώνει το δόγμα και τα στερεότυπα, τους χειρότερους εχθρούς της επιστήμης δηλαδή.

Επί του συγκεκριμένου, θεωρώ ότι το στερεότυπο της φυτοφαγίας ως ενός περιοριστικού και ανεπαρκούς διατροφικού προτύπου αλλάζει με επιταχυνόμενο ρυθμό. Όσο το ενδιαφέρον του κόσμου αυξάνεται για την φυτοφαγία τόσο και οι ιατροί θα έρχονται αντιμέτωποι όλο και πιο συχνά με «ασθενείς» που ακολουθούν αυτήν την διατροφή. Αυτό θα δημιουργήσει το κίνητρο των ιατρών να εκπαιδευτούν καλύτερα, αρχικά με προσωπική πρωτοβουλία και στην πορεία με δομικές αλλαγές στην προπτυχιακή και μεταπτυχιακή ιατρική εκπαίδευση. Έτσι, προβλέπω ότι μία αλλαγή που φαίνεται να έχει ξεκινήσει από κάτω προς τα πάνω (bottom up) σύντομα θα επιταχυνθεί όταν συνοδευτεί και από την αντίστροφή πορεία, δηλ. από πάνω προς τα κάτω (top down). Για παράδειγμα στις ΗΠA συναντάμε ήδη επιστημονικές ιατρικές εταιρείες, κλινικές, επιστημονικά συνέδρια, ακόμη και επιστημονικά ιατρικά περιοδικά με πρωτότυπη έρευνα, με βασικό τους πεδίο ενασχόλησης την μελέτη, εκπαίδευση, και διάδοση της υγιεινής φυτοφαγίας. Είναι μια καλή αρχή.

 

Ποια η σχέση της φυτικής διατροφής με την καρδιά; Μπορούν να επωφεληθούν από αυτό το είδος διατροφής όσοι πάσχουν από καρδιακά νοσήματα;

Οι περισσότερες μελέτες στις οποίες έχει μελετηθεί κάποια μορφή φυτοφαγίας (συχνά σε τέτοιες μελέτες οι vegetarian και οι vegan μελετώνται μαζί κάτι που πιθανώς υποεκτιμά τα όποια οφέλη της φυτοφαγίας), τόσο πληθυσμιακές μελέτες παρατήρησης όσο και προοπτικές μελέτες έχουν δείξει ότι στο πεδίο των καρδιοπαθειών αλλά και των παραγόντων κινδύνου για αυτές, η φυτοφαγία μπορεί να προσφέρει μεγάλη προστασία. Ενδεικτικά, αν ξεκινήσουμε από τους παράγοντες κινδύνου (πρωτογενής πρόληψη), φαντάζομαι δεν προκαλεί εντύπωση να πω ότι η φυτοφαγία συσχετίζεται με μικρότερη πιθανότητα παχυσαρκίας και μικρότερο δείκτη μάζας σώματος, μικρότερες τιμές αρτηριακής πίεσης, χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης, χαμηλότερη πιθανότητα διαβήτη. Το ίδιο παρατηρεί κανείς και στην δευτερογενή πρόληψη, σε ήδη εγκατεστημένη καρδιακή νόσο δηλαδή. Μικρότερος κίνδυνος νέου εμφράγματος και εγκεφαλικού, καλύτερος έλεγχος του διαβήτη, σαφώς μικρότερο φορτίο αρρυθμιών (και συγκεκριμένα κολπικής μαρμαρυγής).

Εν κατακλείδι, μπορεί κανείς να πει ότι μία υγιεινή φυτοφαγική διατροφή βοηθά στο να μειωθεί η καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα. Και αυτό αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα αν θυμίσουμε ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την 1η αιτία νοσηρότητας και θνητότητας στην Χώρα μας. Το όφελος αυτό έρχεται επιπλέον της όποιας φαρμακευτικής αγωγής (σε όποιες καταστάσεις είναι αποτελεσματική κατά περίπτωση), κάτι που σημαίνει συχνά ανάγκη για λιγότερα φάρμακα ή για μικρότερες δόσεις. Το τελευταίο μεταφράζεται σε μικρότερο κίνδυνο φαρμακευτικών παρενεργειών για τους συγκεκριμένους ασθενείς αλλά και μικρότερο κόστος αγωγής για όλους μας (καθώς το κόστος το επωμίζεται συνολικά το σύστημα υγείας), κάτι που ελευθερώνει πόρους στο σύστημα για χρήση σε άλλες δράσεις που μπορεί να προάγουν την υγεία. Συνεπώς το όφελος από την διάδοση της υγιεινής φυτοφαγίας αφορά πέραν από τους ίδιους τους ασθενείς και στον συνολικό πληθυσμό, ακόμη και τον υγιή, που συμμετέχει στο κόστος υγείας μέσω των φόρων του. Με λίγα λόγια, μάς αφορά όλους.

 

Ας υποθέσουμε πως ένα άτομο που αντιμετωπίζει κάποιο από τα συνηθισμένα προβλήματα υγείας – για παράδειγμα παχυσαρκία, υπέρταση ή υψηλή χοληστερίνη – υιοθετεί την βίγκαν διατροφή. Πόσο σύντομα μπορεί να δει βελτίωση της υγείας του;

Τα οφέλη από μία αλλαγή προς μία υγιεινή φυτοφαγία ξεκινούν άμεσα και διαρκούν εσαεί, όσο κανείς παραμένει σε αυτήν την διατροφή. Η διατροφή αυτή εκτός από αντιαθηρογόνος είναι και αντιφλεγμονώδης, αντιοξειδωτική, και φυσικά πιο ελαφριά/εύπεπτη. Η πολύ συχνή στον πληθυσμό δυσπεψία (που εμφανίζεται με πληθώρα διαφορετικών συμπτωμάτων) βελτιώνεται εντός λίγων ημερών, κάτι που βελτιώνει την σχέση με το φαγητό και δίνει κίνητρο για διατήρηση της αλλαγής. Το βάρος αρχίζει να μειώνεται από τις πρώτες ημέρες, αρχικά λόγω απώλειας περιττών υγρών και στην συνέχεια λόγω απώλειας λίπους (και ιδίως του σπλαγχνικού). Αυτό βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και καταπολεμά το μεταβολικό σύνδρομο. Η γλυκόζη και τα τριγλυκερίδια εμφανίζουν μικρότερη μεταγευματική αύξηση κάτι που ανακουφίζει το πάγκρεας και το ήπαρ. Εντός εβδομάδων το προφίλ των λιπιδίων στο αίμα βελτιώνεται, με μείωση της κακής LDL χοληστερόλης και ειδικά των πιο αθηρογόνων μικρών πυκνών LDL σωματιδίων. Η αρτηριακή πίεση ακολουθεί παρόμοια πορεία. Η αιμάτωση όλων των οργάνων αυξάνεται και η στυτική δυσλειτουργία βελτιώνεται. Επιπλέον, συνολικά ο θρομβωτικός κίνδυνος μειώνεται, κάτι που μεταφράζεται σε μικρότερο κίνδυνο οξέων θρομβωτικών επεισοδίων (στεφανιαίων επεισοδίων, ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων, περιφερικής αρτηριακής θρόμβωσης και εμβολής, εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης, κ.ά.). Μακροπρόθεσμα, σε διάστημα ετών, η αυξημένη αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδης δράση της φυτοφαγίας φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης νεοπλασιών που σχετίζονται με την διατροφή, όπως τυπικά είναι ο καρκίνος του παχέος εντέρου. Και όλα τα παραπάνω φυσικά έχουν και παράπλευρα οφέλη. Για παράδειγμα το μικρότερο βάρος οδηγεί σε μειωμένη χρόνια καταπόνηση αλλά και τραυματισμούς των αρθρώσεων, καλύτερη κινητικότητα και ανεξαρτησία σε μεγαλύτερη ηλικία, και εν τέλει σε μεγαλύτερη ευεξία. Άρα, εκτός από το προσδόκιμο βελτιώνεται και η ποιότητα ζωής, τόσο άμεσα όσο και απώτερα.

 

Είναι δυνατόν άτομα που πάσχουν από καρδιακή νόσο να θεραπευτούν πλήρως και να σταματήσουν τα φάρμακά τους, πάντα φυσικά σε συνεργασία με τον γιατρό τους, αλλάζοντας τον τρόπο διατροφής τους;

Στην πρωτογενή πρόληψη (πριν την εμφάνιση κλινικής νόσου) η υγιεινή φυτοφαγία μπορεί να οδηγήσει σε ικανοποιητικό έλεγχο των παραγόντων κινδύνου (υπέρταση, υπεργλυκαιμία, δυσλιπιδαιμία), κάτι που φυσικά μπορεί να οδηγήσει σε μείωση ή και πλήρη διακοπή της όποιας φαρμακευτικής αγωγής. Πλέον γνωρίζουμε ότι η παλιά οδηγία αλλά και εντύπωση των ιατρών ότι τα φάρμακα για την πίεση, την χοληστερίνη, ακόμη και τον διαβήτη είναι για μια ζωή, δεν ισχύει. Προσωπικά έχω παρακολουθήσει ιατρικά πολύ κόσμο να καταφέρνει είτε να μην ξεκινήσει είτε να μειώσει/διακόψει την φαρμακευτική αγωγή μετά από την υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής με κεντρικό κομμάτι την έμφαση στην βελτίωση στην διατροφή.

Στην δευτερογενή πρόληψη, όπου έχουμε ήδη εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο (συνήθως στεφανιαία νόσο/αθηροσκλήρυνση), ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι σαφώς μεγαλύτερος και η κατάσταση είναι πιο πολύπλοκη. Ο αυξημένος κίνδυνος συνεπάγεται μεγαλύτερο απόλυτο όφελος από την φαρμακευτική αγωγή, ακόμη κι αν το σχετικό όφελος είναι το ίδιο (μία σχετική μείωση κινδύνου κατά 30% σε ασθενή με 20% 5ετή κίνδυνο για κάποιο σύμβαμα μεταφράζεται σε 6% απόλυτη μείωση του κινδύνου ενώ σε κάποιον με 2% κίνδυνο – βλ. 1γενή πρόληψη – μεταφράζεται σε μόνο 0,6% απόλυτη μείωση). Κι αυτό υποστηρίζεται από καλά σχεδιασμένες μεγάλες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες και μετααναλύσεις οι οποίες είναι και ο λόγος που κάποια φάρμακα έχουν απόλυτη ένδειξη σε κάποιες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα οι στατίνες και η ασπιρίνη σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο/ιστορικό εμφράγματος μυοκαρδίου. Είναι βέβαια γεγονός ότι μερικές φορές μία ριζική αλλαγή στην διατροφή οδηγεί σε επίτευξη κάποιων επιθετικών στόχων/δεικτών (π.χ. LDL<70mg/dl σε ασθενείς με έμφραγμα μυοκαρδίου) ακόμη και χωρίς αγωγή. Δυστυχώς, δεν έχουμε αρκετά στοιχεία από μελέτες για το πώς πρέπει τέτοιοι ασθενείς να αντιμετωπιστούν στην κλινική πράξη, αλλά σίγουρα αυτό είναι ένα ευχάριστο πρόβλημα να αντιμετωπίζει κανείς με τους ασθενείς του. Η εμπειρία του ιατρού, η σχέση του με τον ασθενή, και φυσικά οι επιθυμίες και προτιμήσεις του τελευταίου θα καθορίσουν κατά περίπτωση το πώς θα προχωρήσει κανείς.

Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω ότι ενστικτωδώς είμαι αισιόδοξος ότι όπως συχνά ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής είναι η αιτία εμφάνισης της νόσου, το ίδιο μπορεί να γίνει και από την αντίστροφη. Το σώμα μας φαίνεται ότι διαθέτει μεγάλη δυνατότητα αυτοΐασης και συντήρησης και αυτό είναι κάτι που με καθησυχάζει σε περιπτώσεις ασθενών μου με στεφανιαία νόσο που ήταν διστακτικοί για συνέχιση αγωγής μετά από ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής. Φυσικά, ελπίζω κάποτε να έχουμε και στοιχεία από κλινικές έρευνες για το θέμα αυτό. Και φυσικά, καλό είναι να τονίσω το αυτονόητο, ότι δηλαδή μία αλλαγή στην διατροφή δεν είναι αρκετή αλλά πρέπει να συνοδεύεται από συνολική βελτίωση στον τρόπο ζωής, με ταυτόχρονη έμφαση στην διακοπή καπνίσματος, την συστηματική άσκηση, την μείωση του άγχους, και φυσικά την τοποθέτηση και επίτευξη στόχων καθώς και την συνολική ικανοποίηση από και την απόλαυση της ζωής.

Με αφορμή όμως την ερώτηση, θα ήθελα να κάνω μία αναφορά σε κάτι έμμεσα έστω σχετικό. Η αποσυνταγογράφηση στην ιατρική, γνωστή ως deprescribing στην διεθνή βιβλιογραφία, αποτελεί στόχο για όλες εκείνες τις ιατρικές καταστάσεις όπου χρησιμοποιούνται φάρμακα χωρίς πειστικά στοιχεία αποτελεσματικότητας. Και τέτοια φάρμακα έχουμε πολλά (ειδικά σε ειδικότητες πέραν της Καρδιολογίας). Οι ιατροί πρέπει πάντα να συνταγογραφούν αφού απαντήσουν θετικά σε τουλάχιστον ένα από δύο ερωτήματα: Έχει φανεί σε καλά σχεδιασμένες μελέτες ότι αυτό το φάρμακο βελτιώνει (α) την ποιότητα ή (β) την ποσότητα ζωής; Αν όχι, τότε γιατί να προτείνει κανείς το συγκεκριμένο φάρμακο; Το να βελτιώνεται μία εργαστηριακή παράμετρος (soft end point, καθότι αποτελεί surrogate marker of disease) δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί λόγο συνταγογράφησης, χρειάζεται το όφελος να φανεί σε hard end points (τα οποία δεν είναι bias prone), όπως κατ’ εξοχήν είναι το προσδόκιμο ζωής και δευτερευόντως η ποιότητα ζωής. Για παράδειγμα, η χρήση ασπιρίνης σε μικρή δόση στην πρωτογενή πρόληψη, σε αντίθεση με παλαιότερες μελέτες, φάνηκε πρόσφατα (μελέτες του 2018) ότι δεν προσφέρει κάποιο όφελος (ουδέτερο ή αρνητικό risk-benefit). Έκτοτε έχω αποσυνταγογραφήσει την ασπιρίνη σε μεγάλο αριθμό ασθενών που παρακολουθώ, μία διαδικασία πιο δύσκολη από όσο ακούγεται. Γιατί τόσο οι ιατροί όσο και οι ασθενείς στέκονται συχνά μεροληπτικά (biased) υπέρ της όποιας αγωγής, καθώς είναι στην φύση μας να είμαστε αισιόδοξοι. Όταν λοιπόν διακόπτεις μία αγωγή που μέχρι πρότινος ο ασθενής θεωρούσε ότι τον προστάτευε, χωρίς να την αντικαθιστάς από μία νεότερη, ο ασθενής ρωτά δικαίως: «Και τι θα παίρνω στην θέση της;» Η απάντηση «τίποτα» τον κάνει να νιώθει απροστάτευτος και χρειάζεται χρόνο για να εξηγήσει κανείς γιατί αυτή είναι η σωστή απόφαση. Η έλλειψη χρόνου όμως ποτέ δεν ήταν ικανός λόγος για να μην κάνουμε το σωστό.

Το deprescribing, η αποσυνταγογράφηση, μη αποτελεσματικών φαρμάκων εμπίπτει στις δράσεις που προωθούνται από ένα άτυπο κίνημα εντός της ιατρικής στο οποίο συμμετέχουν πολλοί opinion leaders, νέοι κυρίως. Το κίνημα αυτό αναφέρεται ως Less is more και αναφέρεται στην πολύ απλή ιδέα του να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε θεραπείες αμφιβόλου αποτελεσματικότητας με στόχο την εξοικονόμηση πόρων για στοχευμένη διεύρυνση χρήσης εκείνων των θεραπειών που είναι αποτελεσματικές. Υπό αυτό το πρίσμα, το κίνημα Less is more έχει να κάνει και με βασικές ηθικές αρχές της Ιατρικής όπως είναι η Δικαιοσύνη (Justice) και η Ισότητα (Equality). Και είναι ευχάριστο ότι στο κίνημα αυτό συμμετέχουν εδώ και κάποιον καιρό ακόμη και πρωτοπόρα ιατρικά περιοδικά με μεγάλη επιρροή στον χώρο, όπως το British Medical Journal (BMJ) στην Αγγλία και το Journal of the American Medical Association (JAMA) στις ΗΠΑ. Και εκτός από φάρμακα, το less is more αναφέρεται και στην ανάγκη μείωσης της χρήσης αναποτελεσματικών διαγνωστικών εξετάσεων και επεμβάσεων. Και τέτοιες έχουμε πολλές, ακόμη. Αλλά αυτό είναι από μόνο του ένα άλλο τεράστιο θέμα.

 

Δεν αρκεί απλώς η υιοθέτηση της Μεσογειακής Διατροφής, που περιέχει μικρές ποσότητες κρέατος, ψάρι και λίγα γαλακτοκομικά; Τι παραπάνω μπορεί να προσφέρει η βίγκαν διατροφή από μια παραδοσιακή, ισορροπημένη Μεσογειακή Διατροφή;

Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο ερώτημα να απαντηθεί καθώς μας λείπουν εκείνα τα επιστημονικά στοιχεία που να δείχνουν αν η πλήρης αποχή από τα ζωικά είναι καλύτερη από την ελάχιστη χρήση τους (κι αν όλα τα άλλα μείνουν ίδια). Η μεσογειακή διατροφή ορίζεται ως μία διατροφή βασισμένη στην φυτοφαγία όπου οι ζωικές θερμίδες είναι σε ποσοστό λίγες (σαφώς <10%). Προς το παρόν, δεν έχουμε, και θα είναι δύσκολο να αποκτήσουμε στοιχεία για το πώς συγκρίνεται μία διατροφή με χρήση ελάχιστου ποσοστού ζωικών θερμίδων (π.χ. ένα εύρος από 1 έως 5% ας πούμε) σε σχέση με μία πλήρως φυτοφαγική διατροφή. Όμως, εδώ νομίζω βοηθά η αλλαγή οπτικής γωνίας (point of view), τι θεωρούμε δηλαδή ως το σημείο αναφοράς. Αυτήν την στιγμή οι περισσότεροι, ακόμη και ιατροί, δέχονται την χρήση ζωικών ως το σημείο αναφοράς (default state) και έτσι δυσκολεύονται να δεχτούν τον πλήρη αποκλεισμό τους ως ρεαλιστική εναλλακτική. Θεωρούν ότι μία ελάχιστη χρήση ζωικών μειώνει κάποιον άγνωστο έως τώρα κίνδυνο για διατροφικές ελλείψεις (hedging του κινδύνου) ενώ παράλληλα δίνει και όλα τα οφέλη της φυτοφαγίας. Όμως, αυτή η θεώρηση κατά την γνώμη μου επιδέχεται βελτίωσης. Κι αυτό γιατί ενώ δεν έχουμε κανένα λόγο να πούμε ότι μία διατροφή με 1% (για να πάρω μία ακραία περίπτωση) ζωικά είναι χειρότερη από το 0%, δεν έχουμε και κανέναν λόγο να πούμε ότι είναι και καλύτερη. Άλλωστε, ας σκεφτούμε, όταν μιλάμε για τόσο μικρά ποσοστά: Σε τι συνταγές αναφερόμαστε; Αναφερόμαστε εκ των πραγμάτων σε κατά βάση φυτοφαγικές συνταγές. Με λίγα λόγια μία φυτοφαγική διατροφή αποτελεί μία από τις καλύτερες (αν όχι την καλύτερη) επιλογές διατροφής, κατάλληλες για όλους τους πληθυσμούς και τις ηλικίες. Δεδομένου μάλιστα ότι η πλήρης φυτοφαγία συνοδεύεται και από μία σειρά άλλων συνεργειών όπως το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα (χρήση εδαφών, νερού, έκλυση αερίων του θερμοκηπίου) και την έμπρακτη και χωρίς αστερίσκους ίση αντιμετώπιση όλων των ζώων με σεβασμό στο δικαίωμά τους στη ζωή – χωρίς των αυθαίρετο διαχωρισμό τους σε κατοικίδια και παραγωγικά – θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί μία αλλαγή θεώρησης όπου η φυτοφαγία θα αρχίσει να αποτελεί το σημείο αναφοράς, τον μέγιστο κοινό διαιρέτη όλων εκείνων των διατροφικών σχημάτων που έχουν φανεί διαχρονικά να προάγουν την μακροβιότητα. Μία τέτοια θεώρηση θα μπορούσε να μειώσει την στρέβλωση ενημέρωσης που υπάρχει, και που κάνει πολύ κόσμο να μην δοκιμάζει μία φυτοφαγική δίαιτα όχι λόγω ελεύθερης επιλογής, αλλά λόγω ανεδαφικής ανασφάλειας. Αυτό το τελευταίο, ο σεβασμός στην καλά ενημερωμένη ελεύθερη επιλογή διατροφής, αποτελεί για εμένα έναν κύριο λόγο που η ιατρική κοινότητα πρέπει να είναι πιο συγκρατημένη όταν μιλά χωρίς στοιχεία για αρνητικές επιπτώσεις της φυτοφαγίας. Γιατί το να καταναλώνει κανείς ζωικά είναι μία επιλογή απόλυτα σεβαστή σήμερα. Πόσο σεβαστή όμως είναι η επιλογή της φυτοφαγίας, όταν κανείς ακούει ιατρούς να προειδοποιούν, λανθασμένα, για τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία την δική μας και των παιδιών μας. Όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, «Προσωπικά, δεν με ενοχλεί καθόλου να κάνει κανείς ανθυγιεινές επιλογές στην διατροφή του. Είναι δικαίωμά του. Αντίθετα με ενοχλεί πολύ ο ίδιος άνθρωπος να νιώθει (ψευδώς) ότι δεν έχει επιλογές, επειδή έτσι του είπαν κάποιοι «ειδικοί». Αυτό δεν είναι δικαίωμά τους.» Και πώς αλλιώς να περιγράψεις μία τέτοια συμπεριφορά των επαγγελματιών υγείας εκτός από ιατρικό εκφοβισμό (medical bullying).

[Εδώ κι ένα πιο πρόσφατο σχετικό κείμενό μου]

 

Πιστεύετε πως όσοι ακολουθούν βίγκαν διατροφή πρέπει να παρακολουθούνται από γιατρό και να κάνουν τακτικά εξετάσεις;

Το ερώτημα είναι καίριο καθώς η αχρείαστη ιατρικοποίηση κάθε είδους φυσιολογικής καθημερινής δραστηριότητας είναι σημείο των καιρών μας και αφορά σε όλη μας την ζωή, από την γέννηση μέχρι και τον θάνατό μας. Η προληπτική παρακολούθηση υγιών ατόμων για την πρώιμη διάγνωση (screening) και αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας έχει φανεί να είναι πιο δύσκολη από όσο οι περισσότεροι (και ιατροί) νομίζουμε. Φαντάζομαι στο ζήτημα της φυτοφαγίας το σκεπτικό θα ήταν η πρώιμη διάγνωση κάποιας διατροφικής έλλειψης. Όμως, πέραν της βιταμίνης Β12 για την οποία συστήνεται όλοι οι φυτοφάγοι να λαμβάνουν συμπλήρωμα, ακριβώς για την ενεργητική εξάλειψη αυτού του ενδεχομένου (σημειώνεται ότι δυστυχώς η μειωμένη πρόσληψη Β12 είναι συχνή και σε παμφαγικές διατροφές), η πλήρης, ελάχιστα επεξεργασμένη φυτοφαγική διατροφή έχει πολύ περισσότερα από εκείνα τα υγιεινά στοιχεία των οποίων την κατανάλωση θέλουμε να αυξήσουμε (φυτικές ίνες, αντιοξειδωτικά, βιταμίνες, και άλλα ιχνοστοιχεία ανά θερμίδα) και πολύ λιγότερα από εκείνα που θέλουμε να μειώσουμε (ζάχαρη, κορεσμένο λίπος, αλάτι, επιμολύνσεις π.χ. με τοξικά βαρέα μέταλλα, πάλι ανά θερμίδα).

Συνεπώς, δεν πείθομαι με την πρόταση για ιατρική παρακολούθηση των φυτοφάγων εκείνων που ακολουθούν μία υγιεινή, ισορροπημένη διατροφή λόγω της διαφορετικότητας στην διατροφή τους και μόνο. Άλλωστε, το μειωμένο κόστος υγείας (και φυσικά και παρακολούθησης) είναι ένα από τα οφέλη που ανέφερα και παραπάνω ότι συνοδεύουν την υγιεινή φυτοφαγία. Μπορώ όμως να κατανοήσω πλήρως την –κυρίως συναισθηματική– ανάγκη, τόσο από την μεριά των ιατρών όσο και των απλών ατόμων, κατά την περίοδο μετάβασης και τον πρώτο καιρό (π.χ. ένα-δύο χρόνια) μετά την υιοθέτηση της φυτοφαγίας να υποβάλλονται σε κάποιες εργαστηριακές και κλινικές εξετάσεις που θα τους εξοπλίσουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και θα μειώσουν την όποια ανασφάλεια στους ίδιους και τον περίγυρό τους, ανασφάλεια που τόσο συχνά συναντά κανείς. Βέβαια, μιλάω για απλές και φθηνές εξετάσεις που έχουν νόημα στην κλινική πράξη όπως είναι η μέτρηση λιπιδίων, γλυκόζης, αιματοκρίτη. Δυστυχώς, εδώ δεν μπορώ να μην σχολιάσω την κακή πρακτική πολλών διατροφολόγων και εναλλακτικών (ό,τι θα πει αυτό), οι οποίοι συχνά ζητούν από τα άτομα που παρακολουθούν να κάνουν μία σειρά από εξετάσεις ιχνοστοιχείων και βιταμινών που δεν έχουν τίποτα απολύτως να προσφέρουν πέραν από αχρείαστο κόστος και περιττή σύγχυση. Γιατί καμμία εξέταση δεν έχει ένδειξη αν δεν πρόκειται εν δυνάμει να αλλάξει την ιατρική αντιμετώπιση του ατόμου. Και τέτοιου είδους εξετάσεις δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν για το πώς αντιμετωπίζουμε ιατρικά κάποιο άτομο. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι, όπως ανέφερα παραπάνω, η βασική ιδέα υιοθέτησης της φυτοφαγίας από ιατρική άποψη είναι ακριβώς η προσδοκία πρόληψης νόσου και προαγωγής της υγείας. Θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο, λοιπόν, μία τέτοια επιλογή να συνοδεύεται από ανάγκη στενότερης ιατρικής παρακολούθησης και συχνότερων/περισσότερων εξετάσεων. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Η υγιεινή φυτοφαγία μπορεί να μειώσει την αχρείαστη ιατρικοποίηση και το περιττό κόστος στο σύστημα υγείας, και παράλληλα να βελτιώσει την υγεία και ευεξία όσων την επιλέγουν.

Ο Κωστής Τσαρπαλής είναι Καρδιολόγος, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Cambridge, με εξειδίκευση στους υπερήχους καρδιάς (MSc, Hammersmith Hospital, Imperial College London, UK), την προληπτική Καρδιολογία και τις δυσλιπιδαιμίες (MSc, PhD Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών και Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο), και διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στην Αγία Παρασκευή και την Παλλήνη.

 

Σχόλια Facebook