ΗΘΙΚΗ

Η μέρα που κατάλαβα

Από  | 

24 Δεκεμβρίου, 1989.


Του Παύλου Ιωαννίδη

Το 1989 ήταν μια καλή χρονιά. Ξεκίνησε να εκπέμπει το Mega, το Βόγιατζερ έφτασε στον Ποσειδώνα και η Μαντόνα ήταν πρώτη φίρμα. Ωστόσο λίγα πράγματα θυμάμαι από εκείνη την περίοδο γιατί ήμουν πιτσιρικάς και, ξέρετε, δεν με ένοιαζε.

Παρόλα αυτά εκείνη την ημέρα, παραμονή Χριστουγέννων, την θυμάμαι πολύ καλά. Τόσο καλά που θα μπορούσα να την ζωγραφίσω, αν ήμουν ζωγράφος. Ήταν η μέρα που ο θείος μου, με τη βοήθεια του πατέρα μου, έπρεπε να ετοιμάσουν το χοιρινό για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Προφανώς αυτό σήμαινε ότι το γουρουνάκι που όλη τη χρονιά τάιζε η γιαγιά μου, κι εγώ, θα έπρεπε να πεθάνει. Φυσικά ήμουν αρκετά μεγάλος για να ξέρω ότι το κρέας προέρχεται από ζώα, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ πριν δεν είχα κάνει τη σύνδεση στο μυαλό μου. Ποτέ μου δεν είχα δει ένα πραγματικό ζώο να μετατρέπεται σε φαγητό.

Εκείνη την ημέρα, συνειδητοποίησα ότι το κρέας δεν ήταν κάτι, αλλά κάποιος.

Το γουρούνι, που είχα ονομάσει Τίμμυ, από το όνομα του σκύλου της παρέας των “Πέντε Φίλων” που διάβαζα τότε, ήταν ένα συμπαθέστατο ζωάκι που επισκεπτόμουν συνέχεια στο βρωμερό και μίζερο χοιροστάσιο όπου ήταν αιχμάλωτο. Το τάιζα και πολλές φορές αναρωτιόμουν τί να σκέπτεται κάθε φορά που μας έβλεπε. Αγαπημένο του φαγητό ήταν οι φλούδες από πεπόνι. Όταν ήρθε η μέρα της εκτέλεσης, ήταν η πρώτη φορά που ο Τίμμυ βγήκε από το χοιροστάσιό του και είδε το φως της ημέρας. Δυστυχώς, αυτή η πρώτη φορά ήταν και η τελευταία του.

Από τη γωνιά που παρακολουθούσα σαστισμένος την διαδικασία, ήξερα ότι τουλάχιστον τα πρώτα 2-3 λεπτά από την στιγμή της εξόδου από το χοιροστάσιο, ο Τίμμυ και ο θείος μου σκεφτόντουσαν τελείως διαφορετικά πράγματα. Αθώο όπως ήταν, το γουρούνι πίστεψε για μια στιγμή ότι απλώς το ελευθερώνουμε. Όρμηξε γεμάτο ενθουσιασμό στην αυλή και χοροπηδούσε χαρούμενο, μυρίζοντας τις κυδωνιές και το χορτάρι γύρω του. Δεν είχε καμία διάθεση να φάει. Ήθελε μόνο να εξερευνήσει. Σε αυτά τα 2-3 λεπτά, ψηλάφησε με προσοχή κάθε σπιθαμή της αυλής κι εγώ χαμογελούσα βλέποντας τις σκανδαλιές του. Θυμάμαι ακόμη, τους ήχους που έβγαζε και παρότι κανείς δεν μου το δίδαξε ποτέ, ήξερα ότι είναι ήχοι χαράς.

Όμως μετά από αυτά τα 2-3 λεπτά, η κατάσταση άλλαξε. Ο Τίμμυ κατάλαβε ότι ο τύπος με τη βαριοπούλα που κατευθυνόταν προς το μέρος του, σίγουρα δεν είχε καλές προθέσεις. Και ποιος δεν θα το καταλάβαινε άλλωστε; Ποτέ κάποιος με βαριοπούλα δεν έχει καλές διαθέσεις, εκτός αν είναι διασώστης σε σεισμό κι εσύ θαμμένος κάτω από τσιμέντα.

Εκείνη τη στιγμή η χαρά και η εξερεύνηση έγιναν ξαφνικά άμυνα, φόβος και αγωνία. Οι ήχοι χαράς σταμάτησαν ξαφνικά και ακουγόταν μόνο το βαρύ χτύπημα από τα πόδια του, τρέχοντας να ξεφύγει από τον μανιακό με τη βαριοπούλα.

Θυμάμαι ότι έδωσε μια καλή μάχη. Δεν τον έπιασαν εύκολα. Για αρκετή ώρα μπόρεσε και τους ξέφευγε, τρέχοντας σε διάφορα σημεία της αυλής. Παρότι πέρασε όλη τη ζωή του φυλακισμένος σε ένα κλουβί από τσιμεντογωνίες, η φυσική του κατάσταση ήταν μακράν καλύτερη από αυτή των ανθρώπων. Όμως δεν μπορούσε να ξεφεύγει για πάντα. Η στιγμή που εγκλωβίστηκε ανάμεσα στην αποθήκη και στη συκιά και ο θείος μου το χτύπησε δυνατά στο κεφάλι με την βαριά, υπάρχει καταγεγραμμένη στο μυαλό μου με τα πιο ανεξίτηλα χρώματα.

Για κάποιον λόγο που ακόμη και σήμερα δεν καταλαβαίνω, οι άνθρωποι τότε ήταν πολύ βίαιοι με τα ζώα. Με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να δεχτώ την θανάτωση του ζώου, αλλά ακόμα και στον θάνατο υπάρχουν βαθμίδες σκληρότητας. Εννοώ, θα μπορούσε κανείς να μπει στο χοιροστάσιο, όπου το γουρούνι δεν μπορούσε να κουνηθεί, να του δώσει κάτι να φάει και να του κόψει αιφνιδιαστικά το λαιμό ή να το πυροβολήσει. Προτιμούσαν όμως να το κυνηγάνε, να το κοπανάνε με σφυριά, λοστάρια ή τούβλα, να το πνίγουν και γενικά να κάνουν διάφορες καφρίλες, προφανώς επειδή ήταν διασκεδαστικό για αυτούς.

Εκείνη την ημέρα είχα κλάψει αρκετά, είχα σοκαριστεί και προφανώς δεν άγγιξα το φαγητό μου την επομένη. Μάταια οι δικοί μου προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν το πόσο φυσικό είναι να φάμε το γουρούνι. Το παιδικό μου, ανώριμο και αδαές μυαλό δεν μπορούσε να δεχτεί αυτή τη θηριωδία ως κάτι φυσικό. Απόλαυσα μια χαρά το φαγητό μου, που αν θυμάμαι καλά ήταν ψωμί με μερέντα και μαντολάτο. Τα κοψίδια τους, τα γέλια τους και οι μπύρες τους, μού ήταν παντελώς αδιάφορα.

Δεν μπορώ να θυμηθώ για πόσο καιρό απείχα από το “κρέας” μετά από εκείνη τη μέρα. Σίγουρα το έκανα για κάποιες μέρες, ίσως και βδομάδες, ξέρω όμως ότι δεν σταμάτησα να το τρώω. Οι γονείς μου συνέχισαν να μου το προσφέρουν κι εγώ συνέχισα να το τρώω. Ήταν όμως εκείνη η μέρα, που έμαθα ότι το “κρέας” μου είναι ζώα και όχι προϊόν. Η ανάμνηση εκείνης της μέρας απωθήθηκε όπως-όπως σε κάποιο βαθύ και σκοτεινό σημείο του νου μου και συνέχισα την παιδική μου ζωή τρώγοντας ό,τι η οικογένειά μου θεωρούσε σωστό να τρώω.

Το “κρέας” στη διατροφή μου, πριν γίνω βίγκαν, πέρασε από διάφορα στάδια σημαντικότητας. Από περιόδους υπερβολικά μεγάλης κατανάλωσης και τάσεις προς συγκεκριμένα, “εκλεκτά” εδέσματα, έως και περιόδους αποχής ή απέχθειας. Το “κρέας” για μένα ήταν κάτι σαν το τσιγάρο: Το έτρωγα, αλλά ήξερα ότι είναι λάθος. Στα 25 μου είχα χοληστερίνη 220. Πριν γίνω βίγκαν, δεν γνώριζα ότι η χοληστερίνη υπάρχει αποκλειστικά και μόνο σε ζωικές τροφές. Έτσι οι εντελώς γελοίες συμβουλές για μείωση της χοληστερίνης τρώγοντας λιγότερα λιπαρά, μου φαίνονταν λογικές. Τώρα πια που η χοληστερίνη μου είναι πλέον φυσιολογική και η υγεία μου τόσο καλή, πολλές φορές αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που με κρατούσε δέσμιο του “κρέατος” τόσα χρόνια και η απάντηση είναι πάντα μία: Ο εαυτούλης μου και η κοιλιοδουλεία μου.

Σήμερα που, στατιστικά τουλάχιστον, πλέον έχω ζήσει τη μισή ζωή μου, εύχομαι να μπορούσα τότε να έχω τη γνώση που έχω σήμερα. Τώρα γνωρίζω πολύ καλά ότι το “φυσικό” και το “αφύσικο” δεν το ορίζουν οι επιστήμονες. Δεν το γράφουν οι εγκυκλοπαίδειες, ούτε χρειάζεται να μας το διδάξουν. Το φυσικό, είναι εντυπωμένο στο DNA μας. Γνωρίζουμε ενστικτωδώς τί είναι φυσικό και τί αφύσικο. Σήμερα, ξέρω ότι κανένα παιδί, από μόνο του, δεν θα επιδίωκε να σκοτώσει και να φάει ένα ζώο. Ήμασταν χαρούμενοι με τα ζώα. Γελούσαμε, τα ταΐζαμε, παίζαμε μαζί τους και σίγουρα μπορούσαμε να τα συμπονέσουμε. Τι σκατά φύση είναι αυτή λοιπόν, που θα πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά μας να τρώνε κάτι που με φυσιολογικό τρόπο ποτέ δεν θα έτρωγαν; Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι σε καμία περίοδο της ζωής μου, ούτε ως παιδί ούτε ως ενήλικας, δεν ένιωθα άνετα στη θέα ενός σκοτωμένου, σφαγμένου ζώου.

Μπορούν να μαζευτούν όσοι επιστήμονες θέλουν εδώ και να προσπαθήσουν να μου το εξηγήσουν, αλλά εγώ θα συνεχίσω να αντιλαμβάνομαι τα στοιχειώδη πράγματα έτσι όπως είναι. Δηλαδή, ως στοιχειώδη πράγματα. Κι ένα στοιχειώδες πράγμα είναι πως, όσο πολύ κι αν έχουμε εξελιχθεί ως πολιτισμός, η βιολογία παραμένει βιολογία.

Τα ένστικτα παραμένουν ένστικτα. Ως παμφάγα όντα, θα έπρεπε να έχουμε έστω και σε ένα μικρό βαθμό, το σαρκοφαγικό ένστικτο. Θα έπρεπε να μας έχει απομείνει, έστω και λίγο, η όρεξη και η επιθυμία να επιτεθούμε σε ένα ζώο και να το φάμε. Θα έπρεπε με κάποιο τρόπο όταν πεινάμε να αισθανόμαστε ότι μας “τρέχουν τα σάλια” όταν περνάει από δίπλα μας μια γάτα, ένας σκίουρος ή ένα περιστέρι. Είμαι σίγουρος ότι διάφοροι θα έχουν διάφορες θεωρίες ως απάντηση, αλλά το γεγονός είναι πως οι άνθρωποι, εξαιρουμένων κάποιων άρρωστων διεστραμμένων ατόμων, δεν έχουν κανένα απολύτως σαρκοφαγικό ένστικτο. Έχω πιάσει τον εαυτό μου χιλιάδες φορές να λιμπίζεται μια φράουλα, αλλά ποτέ ένα ζώο. Ένα ζώο, κανονικό και ζωντανό, όχι ένα ψημένο μπέικον ή σουβλάκι.

Η φράση του Πλούταρχου, από το έργο “Περί σαρκοφαγίας” στα “Ηθικά”, τα λέει όλα:

Αν υποστηρίζεις ότι είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ή πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως κάνουν εκείνα.

Πού είναι η φύση μας, λοιπόν;

 

Σχόλια Facebook